- τερματοφύλακας
- ο, Ν(κυρίως στο ποδόσφαιρο) παίκτης που έχει ως αποστολή τη φύλαξη τού τέρματος ή εστίας ώστε να μην σημειώσει τέρμα η αντίπαλη ομάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρμα, -ατος + φύλακας (πρβλ. οπισθο-φύλακας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερματοφύλακας — ο παίχτης σε σφαιριστικά αγωνίσματα που υπερασπίζεται το τέρμα της ομάδας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek
χαντ–μπολ — Άθλημα που μοιάζει με το ποδόσφαιρο, αλλά είναι έτσι προσαρμοσμένο ώστε να παίζεται με τα χέρια. Ο όρος είναι αγγλικός, επικράτησε όμως αντί του ελληνικού χειροσφαίριση. Το γήπεδο και η εστία στην οποία παίζεται έχουν τις ίδιες διαστάσεις, οι… … Dictionary of Greek
αγριόγατος — Σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών. Οι α. ζουν στα πυκνά δάση της ανατολικής και της κεντρικής Ευρώπης. Ζουν επίσης σε διάφορες περιοχές της ορεινής Σκοτίας. Είναι ζώα επικίνδυνα. Το σώμα τους είναι πιο μεγάλο από της… … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
τέρμα — το, ατος 1. τελικό σημείο, τέλος: Τέρμα της πορείας. 2. τελικός σκοπός, προορισμός: Τέρμα των προσπαθειών μου. 3. η γραμμή όπου καταλήγει ο αγώνας δρόμου: Το τέρμα του αγώνα των 100 μ. 4. η εστία των τριών δοκών που φυλάγει ο τερματοφύλακας στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φοβερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που προξενεί φόβο, τρόμο, τρομερός, τρομαχτικός: Πικρή ναι η φοβερότατη του κόσμου ανεμοζάλη (Δ. Σολωμός). – Φοβερός σεισμός. 2. αυτός που προκαλεί φρίκη, φριχτός, φρικαλέος, φρικιαστικός, αποτροπιαστικός: Φοβερή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)